- ξαρρωστώ
- ξαρρωστάω αμετ. выздоравливать, поправляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαρρωστώ — και ξαρρωσταίνω ξαρρώστησα, σηκώνομαι από αρρώστια, παύω να είμαι άρρωστος: Αρρώστησε, ξαρρώστησε κι άλλη γυναίκα πήρε (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαρρωστώ — άω και ξαρρωσταίνω (Μ ξαρρωστῶ, έω) συνέρχομαι από ασθένεια, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά νεοελλ. γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἀρρωστῶ / ἀρρωσταίνω] … Dictionary of Greek
ξαρρωσταίνω — βλ. ξαρρωστώ … Dictionary of Greek
ξαρρώστημα — ξαρρώστημα, τὸ (Μ) [ξαρρωστώ] φάρμακο, γιατρικό … Dictionary of Greek